- φοινικόροδος
- φοινῑκόροδος1 with red roses φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι Θρ. 7. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φοινικόροδος — ον, Α κόκκινος από τα πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα που έχει («φοινικορόδοις ἐν λειμώνεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ροδος (< ῥόδον)] … Dictionary of Greek
φοινικορόδοις — φοινικόροδος red with roses masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)