φοινικόροδος

φοινικόροδος
φοινῑκόροδος
1 with red roses φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι Θρ. 7. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοινικόροδος — ον, Α κόκκινος από τα πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα που έχει («φοινικορόδοις ἐν λειμώνεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ροδος (< ῥόδον)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικορόδοις — φοινικόροδος red with roses masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”